Anonymous

ἐγκυκλέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκυκλέομαι''': παθ. περιστρέφομαι, στρέφομαι, «γυρίζω» ἐντὸς τῶν κοτυλῶν, περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, Ἱππ. 6. 37. ΙΙ. ἐπὶ κωμ. ἐννοίας, «φέρομαι γύρῳ», ἐξαπατῶμαι, οὐκ οἶδ’ ὅπη ἐγκεκύκλησαι Ἀριστοφ. Σφ. 699. ― Πρβλ. [[ἐκκυκλέω]]. ΙΙΙ. Μέσ., [[περιβάλλω]], περικυκλώνω, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 5.
|lstext='''ἐγκυκλέομαι''': παθ. περιστρέφομαι, στρέφομαι, «γυρίζω» ἐντὸς τῶν κοτυλῶν, περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, Ἱππ. 6. 37. ΙΙ. ἐπὶ κωμ. ἐννοίας, «φέρομαι γύρῳ», ἐξαπατῶμαι, οὐκ οἶδ’ ὅπη ἐγκεκύκλησαι Ἀριστοφ. Σφ. 699. ― Πρβλ. [[ἐκκυκλέω]]. ΙΙΙ. Μέσ., [[περιβάλλω]], περικυκλώνω, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 5.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκυκλέομαι:''' Παθ., [[περιστρέφω]] τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ.
}}
}}