Anonymous

ἐγκυκλέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκυκλέομαι:''' Παθ., [[περιστρέφω]] τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐγκυκλέομαι:''' Παθ., [[περιστρέφω]] τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκυκλέομαι:''' досл. (в чем-л.) вращаться, вертеться, ирон. быть одурачиваемым Arph.
}}
}}