Anonymous

δόκημα: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δόκημα]], το (Α) [[δοκώ]]<br /><b>1.</b> όραμα, [[φάντασμα]] («δοκήματα ὀνείρων»)<br /><b>2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]]<br /><b>3.</b> η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί»).
|mltxt=[[δόκημα]], το (Α) [[δοκώ]]<br /><b>1.</b> όραμα, [[φάντασμα]] («δοκήματα ὀνείρων»)<br /><b>2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]]<br /><b>3.</b> η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δόκημα:''' -ατος, τό ([[δοκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> όραμα, [[φάντασμα]], σε Ευρ.· <i>οἱ δοκήμασιν σοφοί</i>, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]], στον ίδ.
}}
}}