Anonymous

δόκημα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δόκημα:''' -ατος, τό ([[δοκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> όραμα, [[φάντασμα]], σε Ευρ.· <i>οἱ δοκήμασιν σοφοί</i>, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]], στον ίδ.
|lsmtext='''δόκημα:''' -ατος, τό ([[δοκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> όραμα, [[φάντασμα]], σε Ευρ.· <i>οἱ δοκήμασιν σοφοί</i>, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνώμη]], [[προσδοκία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δόκημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> мнение: δοκημάτων [[ἐκτός]] Eur. сверх ожидания; τὰ δοκήμασιν σοφά Eur. то, что считается мудрым;<br /><b class="num">2)</b> видение, призрак (δ. νυκτερωπόν Eur.).
}}
}}