Anonymous

δυσχέρεια: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δυσχέρεια]])<br />[[δυσκολία]], [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]] («[[δυσχέρεια]] εκλογής», «το [[πρόβλημα]] παρουσιάζει δυσχέρειες», «[[δυσχέρεια]] αναπνοής», «δυσχέρειες ακοής» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδ. για χρήματα) οικονομική [[δυσπραγία]] («ταμειακή [[δυσχέρεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ενόχληση]], [[στενοχώρια]], [[αηδία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ιδιοτροπία]], [[δυστροπία]], [[έχθρα]]<br /><b>3.</b> [[τάση]] για [[ναυτία]].
|mltxt=η (AM [[δυσχέρεια]])<br />[[δυσκολία]], [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]] («[[δυσχέρεια]] εκλογής», «το [[πρόβλημα]] παρουσιάζει δυσχέρειες», «[[δυσχέρεια]] αναπνοής», «δυσχέρειες ακοής» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδ. για χρήματα) οικονομική [[δυσπραγία]] («ταμειακή [[δυσχέρεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ενόχληση]], [[στενοχώρια]], [[αηδία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ιδιοτροπία]], [[δυστροπία]], [[έχθρα]]<br /><b>3.</b> [[τάση]] για [[ναυτία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσχέρεια:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενόχληση]] ή [[αηδία]] που προκαλείται, που προξενείται από [[κάτι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[οξυθυμία]], [[δυστροπία]], [[αποστροφή]], [[αντιπάθεια]], [[έχθρα]], [[αηδία]], [[τάση]] προς [[ναυτία]], στον ίδ., σε Θεόφρ.
}}
}}