Anonymous

δυσχέρεια: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσχέρεια:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενόχληση]] ή [[αηδία]] που προκαλείται, που προξενείται από [[κάτι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[οξυθυμία]], [[δυστροπία]], [[αποστροφή]], [[αντιπάθεια]], [[έχθρα]], [[αηδία]], [[τάση]] προς [[ναυτία]], στον ίδ., σε Θεόφρ.
|lsmtext='''δυσχέρεια:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενόχληση]] ή [[αηδία]] που προκαλείται, που προξενείται από [[κάτι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[οξυθυμία]], [[δυστροπία]], [[αποστροφή]], [[αντιπάθεια]], [[έχθρα]], [[αηδία]], [[τάση]] προς [[ναυτία]], στον ίδ., σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχέρεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> тяжесть, обременительность (φορήματος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> тягостность, мучительность (νοσήματος Soph.; κτήσεως Plat.; τῶν πραγμάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> затруднение, трудность, хлопоты, беспокойство, неудобство, неприятность (εἰς δυσχερείας ἐμπεσεῖν Polyb.; τὰς δυσχερείας [[ὑπεριδεῖν]] Isocr.; ἀπορίαι καὶ δυσχέρειαι Arst.; ἡ περὶ τὴν διοίκησιν δ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> неудовольствие, недовольство, досада (ὁ οὐρανὸς ἀπαθὴς πάσης θνητῆς δυσχερείας Arst.);<br /><b class="num">5)</b> привередливость, неудовлетворенность (δ. τι φύσεως Plat.).
}}
}}