Anonymous

ἐγκυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκυλίνδω]] και [[ἐγκυλίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυλιέμαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> παρασύρομαι, περιπλέκομαι.
|mltxt=[[ἐγκυλίνδω]] και [[ἐγκυλίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυλιέμαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> παρασύρομαι, περιπλέκομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ], [[περιτυλίγω]], [[περιβάλλω]]· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.
}}
}}