Anonymous

ἐγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκεράννυμι]] και ἐγκεραννύω (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[ανακατώνω]] με [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[ανακατώνω]]<br /><b>3.</b> [[μηχανορραφώ]], [[δολοπλοκώ]], [[σκαρώνω]].
|mltxt=[[ἐγκεράννυμι]] και ἐγκεραννύω (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[ανακατώνω]] με [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[ανακατώνω]]<br /><b>3.</b> [[μηχανορραφώ]], [[δολοπλοκώ]], [[σκαρώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκεράννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], [[αναμειγνύω]], [[ιδίως]] λέγεται για [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι· μεταφ., [[εφευρίσκω]], φτιάχνω, [[παρασκευάζω]], σε Ηρόδ.
}}
}}