Anonymous

ἐγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκεράννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], [[αναμειγνύω]], [[ιδίως]] λέγεται για [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι· μεταφ., [[εφευρίσκω]], φτιάχνω, [[παρασκευάζω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐγκεράννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], [[αναμειγνύω]], [[ιδίως]] λέγεται για [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι· μεταφ., [[εφευρίσκω]], φτιάχνω, [[παρασκευάζω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκεράννῡμι:''' (fut. ἐγκεράσω с ᾰ) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> (в чем-л.) размешивать ([[οἶνον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> смешивать, примешивать, добавлять (τί τινι или τι εἴς τι, med. τι Plat.; στοιχεῖα ἐγκεκραμένα ἀλλήλοις Arst.; [[χρῶμα]] ἐγκεκραμένον Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. устраивать, вызывать: ἐγκερασάμενος πρήγματα [[μεγάλα]] Her. подняв большую смуту.
}}
}}