Anonymous

δωσίδικος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δοσίδικος]], -η, -ο (Α [[δωσίδικος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπάγεται στη [[δικαιοσύνη]], ο [[υπόλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταφεύγει στη [[δικαιοσύνη]] και αποφεύγει την [[αυτοδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δωσι</i>- <span style="color: red;"><</span> μελλ. <i>δώσω</i> του [[δίδωμι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]].
|mltxt=και [[δοσίδικος]], -η, -ο (Α [[δωσίδικος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπάγεται στη [[δικαιοσύνη]], ο [[υπόλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταφεύγει στη [[δικαιοσύνη]] και αποφεύγει την [[αυτοδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δωσι</i>- <span style="color: red;"><</span> μελλ. <i>δώσω</i> του [[δίδωμι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δωσίδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), παραδίδομαι στη [[δικαιοσύνη]], αφήνομαι στην [[εξουσία]] του νόμου, σε Ηρόδ.
}}
}}