3,277,301
edits
(10) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐγκρατής]], -ές)<br />ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει [[αυτοκυριαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος διαθέτει [[κράτος]] ή [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να κρατεί [[κάτι]] [[γερά]], [[σταθερά]]<br /><b>3.</b> [[ισχυρός]], [[στερεός]] («ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]]» — το [[σκοινί]] του μεγάλου ιστίου. | |mltxt=-ές (AM [[ἐγκρατής]], -ές)<br />ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει [[αυτοκυριαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος διαθέτει [[κράτος]] ή [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να κρατεί [[κάτι]] [[γερά]], [[σταθερά]]<br /><b>3.</b> [[ισχυρός]], [[στερεός]] («ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]]» — το [[σκοινί]] του μεγάλου ιστίου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]],·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατέχει [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κρατά γερά, ρωμαλέα, [[δυνατά]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> με γεν. πράγμ., αυτός που έχει την [[εξουσία]] πάνω σ' ένα [[πράγμα]], ο κύριός του, Λατ. [[compos]] [[rei]], σε Ηρόδ., Σοφ.· ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]], [[σχοινί]] που συγκρατεί, ελέγχει το [[πλοίο]], [[σχοινί]] του κυριότερου ιστίου του πλοίου, στον ίδ.· ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]], αυτός που ορίζει, εξουσιάζει, είναι [[κύριος]] του [[εαυτού]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, με [[χέρι]] στιβαρό, δυνατό, σε Θουκ. | |||
}} | }} |