Anonymous

ἐγκρατής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]],·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατέχει [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κρατά γερά, ρωμαλέα, [[δυνατά]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> με γεν. πράγμ., αυτός που έχει την [[εξουσία]] πάνω σ' ένα [[πράγμα]], ο κύριός του, Λατ. [[compos]] [[rei]], σε Ηρόδ., Σοφ.· ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]], [[σχοινί]] που συγκρατεί, ελέγχει το [[πλοίο]], [[σχοινί]] του κυριότερου ιστίου του πλοίου, στον ίδ.· ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]], αυτός που ορίζει, εξουσιάζει, είναι [[κύριος]] του [[εαυτού]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, με [[χέρι]] στιβαρό, δυνατό, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐγκρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]],·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατέχει [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κρατά γερά, ρωμαλέα, [[δυνατά]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> με γεν. πράγμ., αυτός που έχει την [[εξουσία]] πάνω σ' ένα [[πράγμα]], ο κύριός του, Λατ. [[compos]] [[rei]], σε Ηρόδ., Σοφ.· ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]], [[σχοινί]] που συγκρατεί, ελέγχει το [[πλοίο]], [[σχοινί]] του κυριότερου ιστίου του πλοίου, στον ίδ.· ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]], αυτός που ορίζει, εξουσιάζει, είναι [[κύριος]] του [[εαυτού]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, με [[χέρι]] στιβαρό, δυνατό, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκρᾰτής:''' <b class="num">1)</b> сильный, крепкий ([[σθένος]] Aesch.; σώματα Xen.; ἀκρωτήρια Arst.);<br /><b class="num">2)</b> твердый ([[σίδηρος]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> властвующий, царствующий ([[Πόλυβος]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> обладающий, владеющий (τῆς Ἑλλάδος Her.; τοῦ [[ἄλλου]], sc. χωρίου Thuc.): ἐ. τῆς νίκης Plut. одержавший победу;<br /><b class="num">5)</b> умеющий пользоваться (τὰ [[παιδία]] τῶν μορίων οὐκ ἐγκρατῆ ἐστιν Arst.): ἐ. [[ἑαυτοῦ]] Plat. владеющий собой;<br /><b class="num">6)</b> воздержный, умеренный (ἐ. καὶ [[σώφρων]] Arst.; ἐ. γαστρὸς καὶ ποτοῦ Xen.).
}}
}}