Anonymous

δρυμός: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δρυμός]]<br />Α πληθ. δρυμοί, οι<br />δρυμά, τα) [[δρυς]]<br /><b>1.</b> [[δάσος]] δρυών<br /><b>2.</b> [[δάσος]] με μεγάλα δέντρα, [[σύνδενδρος]] [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εθνικός]] [[δρυμός]]» — προστατευόμενη [[δασώδης]] [[περιοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φρούριο]].
|mltxt=ο (AM [[δρυμός]]<br />Α πληθ. δρυμοί, οι<br />δρυμά, τα) [[δρυς]]<br /><b>1.</b> [[δάσος]] δρυών<br /><b>2.</b> [[δάσος]] με μεγάλα δέντρα, [[σύνδενδρος]] [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εθνικός]] [[δρυμός]]» — προστατευόμενη [[δασώδης]] [[περιοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φρούριο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρῡμός:''' ὁ, [[ετερογενής]] πληθ. <i>δρῠμά</i> ([[δρῦς]]), [[άλσος]] από βελανιδιές και γενικά, [[άλσος]], [[δάσος]]· μόνο στον πληθ. [[δρυμά]], σε Όμηρ.· [[δρυμός]] στο Σοφ., Ευρ.
}}
}}