3,273,446
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρῡμός:''' ὁ, [[ετερογενής]] πληθ. <i>δρῠμά</i> ([[δρῦς]]), [[άλσος]] από βελανιδιές και γενικά, [[άλσος]], [[δάσος]]· μόνο στον πληθ. [[δρυμά]], σε Όμηρ.· [[δρυμός]] στο Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''δρῡμός:''' ὁ, [[ετερογενής]] πληθ. <i>δρῠμά</i> ([[δρῦς]]), [[άλσος]] από βελανιδιές και γενικά, [[άλσος]], [[δάσος]]· μόνο στον πληθ. [[δρυμά]], σε Όμηρ.· [[δρυμός]] στο Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρῡμός:''' ὁ (эп. pl. [[δρυμά|δρῠμά]]) досл. дубовая роща, дубрава, перен. лес, роща Hom., Trag., Arst., Polyb., Plut. | |||
}} | }} |