Anonymous

ἐθηεῖτο: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_6)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθηεῖτο''': ἐθηεύμεθα, ἐθηεῦντο, ἐθηήσαντο, Ἰων. τύποι· ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[θεάομαι]].
|lstext='''ἐθηεῖτο''': ἐθηεύμεθα, ἐθηεῦντο, ἐθηήσαντο, Ἰων. τύποι· ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[θεάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐθηεῖτο:''' ἐθηεύμεθα, [[ἐθηεῦντο]], Ιων. αντί <i>ἐθεᾶτο</i>, <i>ἐθεώμεθα</i>, <i>ἐθεῶντο</i>, γʹ ενικ., αʹ και γʹ πληθ. του [[θεάομαι]].
}}
}}