Greek (Liddell-Scott)
ἐθηεῖτο: ἐθηεύμεθα, ἐθηεῦντο, ἐθηήσαντο, Ἰων. τύποι· ἴδε τὸ ῥῆμα θεάομαι.
Greek Monotonic
ἐθηεῖτο: ἐθηεύμεθα, ἐθηεῦντο, Ιων. αντί ἐθεᾶτο, ἐθεώμεθα, ἐθεῶντο, γʹ ενικ., αʹ και γʹ πληθ. του θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐθηεῖτο: ион. 3 л. sing. impf. к θεάομαι.