Anonymous

εἰλυφάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰλυφάζω]] και εἰλυφῶ (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[συστρέφω]]<br /><b>2.</b> συστρέφομαι, [[στριφογυρίζω]].
|mltxt=[[εἰλυφάζω]] και εἰλυφῶ (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[συστρέφω]]<br /><b>2.</b> συστρέφομαι, [[στριφογυρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰλῡφάζω:''' [[εἰλύω]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[κυλώ]] κατά [[μήκος]] του δρόμου (μτβ.), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., περιστρέφομαι ή περιδινίζομαι γύρω από ένα πυρσό, σε Ησίοδ.
}}
}}