εἰλυφάζω
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
A = εἰλύω, only pres. and impf., roll along, ἄνεμος φλόγα Il.20.492.
II intr., roll or whirl about, of a blazing torch, Hes. Sc.275.
Spanish (DGE)
(εἰλῡφάζω) I tr.
1 llevar haciendo círculos, mover a un lado y otro ὡς ... πῦρ ... πάντῃ τε κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Il.20.492, cf. Hes.Fr.406.
2 seguir la huellas, rastrear Hsch.
II intr. moverse en espiral ἀπ' αἰθομένων δαΐδων σέλας εἰλύφαζε χερσὶν ἐνὶ δμῳῶν Hes.Sc.275
•tb. en v. med. Hsch.s.u. εἰλυφάζετο.
German (Pape)
[Seite 729] = εἰλύω, 1) ἄνεμος φλόγα, daherwälzen, wirbeln, Il. 20, 492. – 2) intrans., daherrollen, von aufwirbelndem Fackelschein, Hes. Sc. 275.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. εἰλύφαζον;
faire tournoyer, acc..
Étymologie: εἰλυφάω.
Russian (Dvoretsky)
εἰλῡφάζω:
1 вертеть, вращать, крутить (ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Hom.);
2 вращаться, кружиться (ἀπὸ δαΐδων σέλας εἰλύφαζε Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰλῡφάζω: εἰλύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., συστρέφω, ἄνεμος φλόγα Ἰλ. Υ. 492. ΙΙ. ἀμετάβ., εἰλύομαι, συστρέφομαι, περιδινοῦμαι, ἐπὶ τῆς φλογὸς πυρσοῦ, Ἡσ. Ἀσπ. 275.
Greek Monolingual
εἰλυφάζω και εἰλυφῶ (-άω) (Α)
1. συστρέφω
2. συστρέφομαι, στριφογυρίζω.
Greek Monotonic
εἰλῡφάζω: εἰλύω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. κυλώ κατά μήκος του δρόμου (μτβ.), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., περιστρέφομαι ή περιδινίζομαι γύρω από ένα πυρσό, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
εἰλῡφάζω, = εἰλύω only in pres. and imperf.]
I. to roll along (trans.), Il.
II. intr. to roll or whirl about, of a torch, Hes.