Anonymous

εἰσπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσπίπτω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]], ρίχνομαι σε [[κάτι]] με [[ορμή]]<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]]<br /><b>3.</b> [[εισβάλλω]], επιτίθεμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> (για πληρωμές, έσοδα) [[εισρέω]] στο [[ταμείο]].
|mltxt=[[εἰσπίπτω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]], ρίχνομαι σε [[κάτι]] με [[ορμή]]<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]]<br /><b>3.</b> [[εισβάλλω]], επιτίθεμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> (για πληρωμές, έσοδα) [[εισρέω]] στο [[ταμείο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>-έπεσον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] μέσα, γενικά με [[μία]] [[πρόθεση]] βίας, [[εφορμώ]] ή [[εισβάλλω]] [[ξαφνικά]], <i>ἐς πόλιν</i>, σε Ηρόδ.· ἐς [[οἴκημα]], σε Θουκ.· ποιητ. με δοτ., <i>ἐσπίπτει δόμοις</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απλά [[πέφτω]] μέσα, <i>ἐς χαράδρας</i>, σε Θουκ.· <i>εἰσπ. εἰς εἱρκτήν</i>, ρίχνομαι μέσα στη [[φυλακή]], στον ίδ.· στους Ποιητές, με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[περιέρχομαι]] σε [[μία]] συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>ξυμφοράν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ορμώ]], [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
}}