εἰσπίπτω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>-έπεσον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] μέσα, γενικά με [[μία]] [[πρόθεση]] βίας, [[εφορμώ]] ή [[εισβάλλω]] [[ξαφνικά]], <i>ἐς πόλιν</i>, σε Ηρόδ.· ἐς [[οἴκημα]], σε Θουκ.· ποιητ. με δοτ., <i>ἐσπίπτει δόμοις</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απλά [[πέφτω]] μέσα, <i>ἐς χαράδρας</i>, σε Θουκ.· <i>εἰσπ. εἰς εἱρκτήν</i>, ρίχνομαι μέσα στη [[φυλακή]], στον ίδ.· στους Ποιητές, με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[περιέρχομαι]] σε [[μία]] συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>ξυμφοράν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ορμώ]], [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''εἰσπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>-έπεσον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] μέσα, γενικά με [[μία]] [[πρόθεση]] βίας, [[εφορμώ]] ή [[εισβάλλω]] [[ξαφνικά]], <i>ἐς πόλιν</i>, σε Ηρόδ.· ἐς [[οἴκημα]], σε Θουκ.· ποιητ. με δοτ., <i>ἐσπίπτει δόμοις</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απλά [[πέφτω]] μέσα, <i>ἐς χαράδρας</i>, σε Θουκ.· <i>εἰσπ. εἰς εἱρκτήν</i>, ρίχνομαι μέσα στη [[φυλακή]], στον ίδ.· στους Ποιητές, με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[περιέρχομαι]] σε [[μία]] συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>ξυμφοράν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ορμώ]], [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπίπτω:''' ион. и староатт. [[ἐσπίπτω]] (fut. εἰσπεσοῦμαι, aor. 2 [[εἰσέπεσον]])<br /><b class="num">1)</b> попадать (ἐς χαράδρας καὶ ἐνέδρας Thuc.: δικτύων βρόχους Eur.): ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐ. [[ὑπό]] τινος Thuc. быть заключенным кем-л. в тюрьму; ἐσπεσεῖν ξυμφοράν τινα Eur. попасть в какую-л. беду; εἰσπεσεῖν εἰς ἴχνη Xen. напасть на след; εἰσπεσεῖν γῇρας Eur. достигнуть старости, состариться;<br /><b class="num">2)</b> припадать, прижиматься (πέπλους, sc. τινός Eur.);<br /><b class="num">3)</b> врываться, влетать (πτηνὸς [[κῶμος]] ἐσπίπτει δόμοις Eur.; φλὸξ εἰσπίπτει εἰς τὰς οἰκίας Arst.);<br /><b class="num">4)</b> вторгаться, нападать (ἐς τοὺς ἀγρούς и πρὸς τὴν πόλιν Thuc.; ἐς τὸν [[πεζόν]] Her.; ἐπὶ τὰς θύρας Plut.);<br /><b class="num">5)</b> перен. находить, овладевать (ὁρμὴ εἰσέπεσέ τινι ποιεῖν τι Thuc.).
}}
}}