Anonymous

ἐκγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκγίγνομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάγομαι]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[παιδί]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] στη ζωή<br /><b>4.</b> [[προέρχομαι]], παράγομαι<br /><b>5.</b> (για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> α) επιτρέπεται, παραχωρείται («ἵν' ἤν σὺ βούλῃ τὸν ἄνδρα κολάσαι τουτονί, σοὶ τοῡτο μή ἐκγένηται», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (με ευχετική [[σημασία]]) ας δοθεί η [[άδεια]], ας επιτραπεί («ὦ Ζεῡ, ἐκγενέσθαι μοι Ἀθηναίους τίσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ἐκγίγνομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάγομαι]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[παιδί]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] στη ζωή<br /><b>4.</b> [[προέρχομαι]], παράγομαι<br /><b>5.</b> (για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> α) επιτρέπεται, παραχωρείται («ἵν' ἤν σὺ βούλῃ τὸν ἄνδρα κολάσαι τουτονί, σοὶ τοῡτο μή ἐκγένηται», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (με ευχετική [[σημασία]]) ας δοθεί η [[άδεια]], ας επιτραπεί («ὦ Ζεῡ, ἐκγενέσθαι μοι Ἀθηναίους τίσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκγίγνομαι:''' μεταγεν. και Ιων. ἐκ-γίν-[ῑ]· μέλ. -[[γενήσομαι]]. Επικ. παρακ. <i>ἐκγέγᾰα</i>, γʹ δυϊκ. ἐκγεγάτην [ᾰ], μτχ. <i>ἐκγεγαώς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Αποθ., γενιέμαι από τον [[πατέρα]], με γεν., [[Ἑλένη]] Διὸς ἐκγεγαυῖα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., γεννιέμαι σε, Πορθεῖ [[τρεῖς]] παῖδες ἐξεγένοντο, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον αόρ. βʹ, [[παρέρχομαι]]· <i>χρόνου ἐκγεγονότος</i>, [[χρόνος]] που παρήλθε, σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἐκγενέσθαι]] τοῦ [[ζῆν]], να έχει απέλθει από αυτή την [[ζωή]], να έχει πεθάνει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>ἐκγίγνεται</i>, όπως το [[ἔξεστι]], επιτρέπεται, είναι δεδομένο, παραδεδεγμένο· με δοτ. προσ. και απαρ., συνηθ. με [[άρνηση]], <i>οὐκ ἐξεγένετό τινι ποιεῖν</i>, δεν επιτράπηκε σε αυτόν να κάνει, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>οὐκ ἐξεγένετο</i>, δεν ήταν μέσα στα όρια της εξουσίας του, στον ίδ.
}}
}}