3,273,153
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκγίγνομαι:''' μεταγεν. και Ιων. ἐκ-γίν-[ῑ]· μέλ. -[[γενήσομαι]]. Επικ. παρακ. <i>ἐκγέγᾰα</i>, γʹ δυϊκ. ἐκγεγάτην [ᾰ], μτχ. <i>ἐκγεγαώς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Αποθ., γενιέμαι από τον [[πατέρα]], με γεν., [[Ἑλένη]] Διὸς ἐκγεγαυῖα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., γεννιέμαι σε, Πορθεῖ [[τρεῖς]] παῖδες ἐξεγένοντο, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον αόρ. βʹ, [[παρέρχομαι]]· <i>χρόνου ἐκγεγονότος</i>, [[χρόνος]] που παρήλθε, σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἐκγενέσθαι]] τοῦ [[ζῆν]], να έχει απέλθει από αυτή την [[ζωή]], να έχει πεθάνει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>ἐκγίγνεται</i>, όπως το [[ἔξεστι]], επιτρέπεται, είναι δεδομένο, παραδεδεγμένο· με δοτ. προσ. και απαρ., συνηθ. με [[άρνηση]], <i>οὐκ ἐξεγένετό τινι ποιεῖν</i>, δεν επιτράπηκε σε αυτόν να κάνει, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>οὐκ ἐξεγένετο</i>, δεν ήταν μέσα στα όρια της εξουσίας του, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐκγίγνομαι:''' μεταγεν. και Ιων. ἐκ-γίν-[ῑ]· μέλ. -[[γενήσομαι]]. Επικ. παρακ. <i>ἐκγέγᾰα</i>, γʹ δυϊκ. ἐκγεγάτην [ᾰ], μτχ. <i>ἐκγεγαώς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Αποθ., γενιέμαι από τον [[πατέρα]], με γεν., [[Ἑλένη]] Διὸς ἐκγεγαυῖα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., γεννιέμαι σε, Πορθεῖ [[τρεῖς]] παῖδες ἐξεγένοντο, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον αόρ. βʹ, [[παρέρχομαι]]· <i>χρόνου ἐκγεγονότος</i>, [[χρόνος]] που παρήλθε, σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἐκγενέσθαι]] τοῦ [[ζῆν]], να έχει απέλθει από αυτή την [[ζωή]], να έχει πεθάνει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>ἐκγίγνεται</i>, όπως το [[ἔξεστι]], επιτρέπεται, είναι δεδομένο, παραδεδεγμένο· με δοτ. προσ. και απαρ., συνηθ. με [[άρνηση]], <i>οὐκ ἐξεγένετό τινι ποιεῖν</i>, δεν επιτράπηκε σε αυτόν να κάνει, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>οὐκ ἐξεγένετο</i>, δεν ήταν μέσα στα όρια της εξουσίας του, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκγίγνομαι:''' ион. ἐκγίνομαι (γῑ) (fut. ἐκγενήσομαι, aor. ἐξεγενόμην, pf. ἐκγέγονα - эп. [[ἐκγέγαα]])<br /><b class="num">1)</b> (у или от кого-л.) рождаться (τινος Hom., Hes. и τινι Hom., HH Her.): [[Ἑλένη]], Διὸς ἐκγεγαυῖα Hom. Елена, дочь Зевса; ἔκ τινος [[ἐκγενέσθαι]] Plut. произойти вследствие чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> уходить (χρόνου ἐκγεγονότος [[πολλοῦ]] Her.): [[ἐκγενέσθαι]] τοῦ [[ζῆν]] Xen. расстаться с жизнью;<br /><b class="num">3)</b> impers. ἐκγίγνεται (ἐκγίνεται) можно, позволено: οὐχ οἱ ἐξεγένετο Ἀθηναίους τιμωρήεασθαι Her. ему не удалось наказать афинян; εἰ, γὰρ ἐκγένοιτ᾽ [[ἰδεῖν]] …! Arph. о, если бы мне довелось увидеть …!; καὶ [[πολλάκις]] ἐκγενόμενον [[αὐτῷ]] … Isocr. и хотя он часто имел возможность …; οὐδ᾽ ἐμὲ βουλεύσασθαι ἐξεγένετο, εἴτ᾽ [[ἐξοιστέον]] (τὸ γραφὲν) εἰς τὸ [[φῶς]], εἴ τε μή Plat. мне не приходилось даже задумываться над вопросом, издавать ли это сочинение, или нет;<br /><b class="num">4)</b> рождать, производить на свет ([[ποδάγρα]], ἣν Ἐρινὺς γαστρὸς ἐξεγείνατο Luc.). | |||
}} | }} |