Anonymous

ἐκκαρπίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκαρπίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παράγω]] καρπό<br /><b>2.</b> καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]]<br /><b>3.</b> (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, [[γίνομαι]] άγονη.
|mltxt=[[ἐκκαρπίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παράγω]] καρπό<br /><b>2.</b> καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]]<br /><b>3.</b> (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, [[γίνομαι]] άγονη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκαρπίζομαι:''' Μέσ., [[αποδίδω]] ως [[παραγωγή]], ως [[σοδειά]], [[παράγω]] καρπό, σε Αισχύλ.
}}
}}