Anonymous

ἐκκαρπίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκαρπίζομαι:''' Μέσ., [[αποδίδω]] ως [[παραγωγή]], ως [[σοδειά]], [[παράγω]] καρπό, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐκκαρπίζομαι:''' Μέσ., [[αποδίδω]] ως [[παραγωγή]], ως [[σοδειά]], [[παράγω]] καρπό, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκαρπίζομαι:''' досл. приносить плод, перен. производить, причинять (θάνατον Aesch.).
}}
}}