Anonymous

ἐκλέπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκλέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφλουδίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκκολάπτω]].
|mltxt=[[ἐκλέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφλουδίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκκολάπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκκολάπτω]], [[βγάζω]] το νεοσσό έξω από το [[κέλυφος]] ή το [[τσόφλι]], [[βγάζω]] κλωσσόπουλα, [[κλώθω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}