Anonymous

εἰσπλέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσπλέω]] και ἐσπλέω)<br />[[καταπλέω]], [[μπαίνω]] σε [[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέω]] («ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι» — στ' αριστερά κατὰ τον πλου του καραβιού)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν ἐσπλεῑ τισι» — [[τίποτε]] δεν μπαίνει στο [[λιμάνι]] τους, έχει επιβληθεί [[εμπορικός]] [[αποκλεισμός]].
|mltxt=(AM [[εἰσπλέω]] και ἐσπλέω)<br />[[καταπλέω]], [[μπαίνω]] σε [[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέω]] («ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι» — στ' αριστερά κατὰ τον πλου του καραβιού)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν ἐσπλεῑ τισι» — [[τίποτε]] δεν μπαίνει στο [[λιμάνι]] τους, έχει επιβληθεί [[εμπορικός]] [[αποκλεισμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[μπαίνω]], [[εισέρχομαι]], <i>πλέοντας εἰς τόπον</i>, σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., <i>ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι</i>, από τα αριστερά όπως πλέει [[κάποιος]], σε Ηρόδ.· <i>οὐδὲν εἰσπλεῖ</i>, [[τίποτα]] δεν μπαίνει μέσα στο [[λιμάνι]], σε Θουκ.· λέγεται για [[σιτάρι]], εισάγομαι, σε Δημ.
}}
}}