Anonymous

ἐκμηρύομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκμηρύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]], [[ξεκουβαριάζω]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[διαβιβάζω]], [[περνώ]] ένα ένα<br /><b>3.</b> (για στρατό) επεκτείνομαι, [[καταλαμβάνω]] θέσεις από ένα [[σημείο]] ώς κάποιο [[άλλο]].
|mltxt=[[ἐκμηρύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]], [[ξεκουβαριάζω]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[διαβιβάζω]], [[περνώ]] ένα ένα<br /><b>3.</b> (για στρατό) επεκτείνομαι, [[καταλαμβάνω]] θέσεις από ένα [[σημείο]] ώς κάποιο [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκμηρύομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[ξετυλίγω]] σαν το [[κουβάρι]] της [[κλωστής]]· λέγεται για στρατό, [[φεύγω]] σε [[παράταξη]] [[φάλαγγας]] από μια [[τοποθεσία]], με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., λέγεται για το στρατό, [[πορεύομαι]] σε [[φάλαγγα]], σε Ξεν.
}}
}}