Anonymous

ἐκμηρύομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκμηρύομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[ξετυλίγω]] σαν το [[κουβάρι]] της [[κλωστής]]· λέγεται για στρατό, [[φεύγω]] σε [[παράταξη]] [[φάλαγγας]] από μια [[τοποθεσία]], με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., λέγεται για το στρατό, [[πορεύομαι]] σε [[φάλαγγα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐκμηρύομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[ξετυλίγω]] σαν το [[κουβάρι]] της [[κλωστής]]· λέγεται για στρατό, [[φεύγω]] σε [[παράταξη]] [[φάλαγγας]] από μια [[τοποθεσία]], με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., λέγεται για το στρατό, [[πορεύομαι]] σε [[φάλαγγα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκμηρύομαι:''' <b class="num">1)</b> развертывать, разворачивать, преимущ. воен. проводить узким строем (τῆς χαράδρας, sc. τοὺς ἵππους Polyb.): ἐκμηρυόμενος αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος Plut. протиснувшись через узкое окошко;<br /><b class="num">2)</b> проходить узким строем (κατὰ τὴν γέφυραν Xen.; τὰς δυσχωρίας Polyb.).
}}
}}