Anonymous

ἐκτάδην: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (AM [[ἐκτάδην]] και μτγν<br />ἐκταδὸν και ποιητ. τ. [[ἐκταδά]])<br />κατ' [[έκταση]], φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («[[ἐκτεταμένως]], [[ἡπλωμένως]]», Σούδ.<br />«[[ἐκτάδην]] ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ' ἐκείνου [[νεκρός]]» — ήμουν ξαπλωμένος [[καταγής]] [[νεκρός]] [[αντί]] για κείνον, Λουκ.).
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (AM [[ἐκτάδην]] και μτγν<br />ἐκταδὸν και ποιητ. τ. [[ἐκταδά]])<br />κατ' [[έκταση]], φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («[[ἐκτεταμένως]], [[ἡπλωμένως]]», Σούδ.<br />«[[ἐκτάδην]] ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ' ἐκείνου [[νεκρός]]» — ήμουν ξαπλωμένος [[καταγής]] [[νεκρός]] [[αντί]] για κείνον, Λουκ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτάδην:''' [ᾰ], επίρρ. ([[ἐκτείνω]]), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ.
}}
}}