Anonymous

ἐκτάδην: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτάδην:''' [ᾰ], επίρρ. ([[ἐκτείνω]]), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκτάδην:''' [ᾰ], επίρρ. ([[ἐκτείνω]]), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτάδην:''' [[ἐκτείνω]] adv. в вытянутом положении, вытянувшись (κεῖσθαι Eur., Luc.).
}}
}}