Anonymous

ἐκτάσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτάσσω]], αττ. τ. ἐκτάττω (Α)<br /><b>1.</b> (για στρατηγό) [[βγάζω]] από το [[στρατόπεδο]] και [[παρατάσσω]] τον στρατό για [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[καταγράφω]] σε καταλόγους<br /><b>3.</b> [[γράφω]], [[χαράζω]]<br /><b>4.</b> [[καταγράφω]] τους φόρους<br /><b>5.</b> [[τακτοποιώ]], [[ρυθμίζω]], [[κανονίζω]].
|mltxt=[[ἐκτάσσω]], αττ. τ. ἐκτάττω (Α)<br /><b>1.</b> (για στρατηγό) [[βγάζω]] από το [[στρατόπεδο]] και [[παρατάσσω]] τον στρατό για [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[καταγράφω]] σε καταλόγους<br /><b>3.</b> [[γράφω]], [[χαράζω]]<br /><b>4.</b> [[καταγράφω]] τους φόρους<br /><b>5.</b> [[τακτοποιώ]], [[ρυθμίζω]], [[κανονίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρατάσσω]] σε [[γραμμή]] μάχης, λέγεται για αξιωματούους — Μέσ., παρατάσσομαι, απλώνομαι στη [[μάχη]], λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.
}}
}}