Anonymous

ἐμβολεύς: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[εμβολέας]].
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[εμβολέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἐμβάλλω]]), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. [[πάσσαλος]], [[έμβολο]])· [[σκαλιστήρι]] για την [[καλλιέργεια]] [[φυτών]], σε Ανθ.
}}
}}