Anonymous

ἐμβολεύς: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἐμβάλλω]]), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. [[πάσσαλος]], [[έμβολο]])· [[σκαλιστήρι]] για την [[καλλιέργεια]] [[φυτών]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐμβολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἐμβάλλω]]), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. [[πάσσαλος]], [[έμβολο]])· [[σκαλιστήρι]] για την [[καλλιέργεια]] [[φυτών]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβολεύς:''' εως adj. m с.-х. сажальный, служащий для приготовления ямок при посадке ([[πάσσαλος]] Anth.).
}}
}}