3,277,309
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμβολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἐμβάλλω]]), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. [[πάσσαλος]], [[έμβολο]])· [[σκαλιστήρι]] για την [[καλλιέργεια]] [[φυτών]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐμβολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἐμβάλλω]]), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. [[πάσσαλος]], [[έμβολο]])· [[σκαλιστήρι]] για την [[καλλιέργεια]] [[φυτών]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμβολεύς:''' εως adj. m с.-х. сажальный, служащий для приготовления ямок при посадке ([[πάσσαλος]] Anth.). | |||
}} | }} |