Anonymous

ἐμαυτοῦ: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ής (AM ἐμαυτοῡ, -ῆς<br />Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, -ῆς)<br />[[αυτοπαθής]] [[αντωνυμία]] α' εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα του ίδιου, του ίδιου του [[εαυτού]] μου»).<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ομιλώ]] κατ' εμαυτόν» — [[μονολογώ]]<br /><b>2.</b> «[[διαθέτω]] [[κατά]] [[βούληση]] τα [[εμαυτού]]» — τα υπάρχοντά μου.
|mltxt=-ής (AM ἐμαυτοῡ, -ῆς<br />Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, -ῆς)<br />[[αυτοπαθής]] [[αντωνυμία]] α' εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα του ίδιου, του ίδιου του [[εαυτού]] μου»).<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ομιλώ]] κατ' εμαυτόν» — [[μονολογώ]]<br /><b>2.</b> «[[διαθέτω]] [[κατά]] [[βούληση]] τα [[εμαυτού]]» — τα υπάρχοντά μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμαυτοῦ:''' ἐμαυτῆς, Ιων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ή ἐμωυτοῦ), -ῆς· αυτοπαθ. αντων. αʹ προσ., του [[εαυτού]] μου, [[εμού]] του ιδίου· χρησιμ. μόνο σε γεν., δοτ. και αιτ. ενικ., σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}