3,274,447
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμαυτοῦ:''' ἐμαυτῆς, Ιων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ή ἐμωυτοῦ), -ῆς· αυτοπαθ. αντων. αʹ προσ., του [[εαυτού]] μου, [[εμού]] του ιδίου· χρησιμ. μόνο σε γεν., δοτ. και αιτ. ενικ., σε Όμηρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐμαυτοῦ:''' ἐμαυτῆς, Ιων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ή ἐμωυτοῦ), -ῆς· αυτοπαθ. αντων. αʹ προσ., του [[εαυτού]] μου, [[εμού]] του ιδίου· χρησιμ. μόνο σε γεν., δοτ. και αιτ. ενικ., σε Όμηρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμαυτοῦ:''' ион. [[ἐμεωυτοῦ]], ῆς pron. reflex. 3 л. (только gen., dat. и acc. sing.) меня самого, мой: ἐ. [[βίος]] Aesch. моя жизнь; ὁ [[ὁμώνυμος]] ἐμαυτῷ Dem. мой тезка. | |||
}} | }} |