Anonymous

ἐμαυτοῦ: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμαυτοῦ:''' ἐμαυτῆς, Ιων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ή ἐμωυτοῦ), -ῆς· αυτοπαθ. αντων. αʹ προσ., του [[εαυτού]] μου, [[εμού]] του ιδίου· χρησιμ. μόνο σε γεν., δοτ. και αιτ. ενικ., σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐμαυτοῦ:''' ἐμαυτῆς, Ιων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ή ἐμωυτοῦ), -ῆς· αυτοπαθ. αντων. αʹ προσ., του [[εαυτού]] μου, [[εμού]] του ιδίου· χρησιμ. μόνο σε γεν., δοτ. και αιτ. ενικ., σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμαυτοῦ:''' ион. [[ἐμεωυτοῦ]], ῆς pron. reflex. 3 л. (только gen., dat. и acc. sing.) меня самого, мой: ἐ. [[βίος]] Aesch. моя жизнь; ὁ [[ὁμώνυμος]] ἐμαυτῷ Dem. мой тезка.
}}
}}