3,270,629
edits
(11) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐκπίπτω]], Α και [[ἐκπίτνω]])<br />[[χάνω]] την [[αξία]] ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χάνω]] την αγοραστική μου [[αξία]], μειώνομαι, υποτιμώμαι («η [[αξία]] του νομίσματος εκπίπτει»)<br /><b>2.</b> [[παρακμάζω]]<br /><b>3.</b> [[μειώνω]] την [[τιμή]] εμπορεύματος<br /><b>4.</b> [[χάνω]] την [[περιουσία]] μου, [[ξεπέφτω]]<br /><b>5.</b> (για [[μόδα]]) [[παύω]] να χρησιμοποιούμαι, αχρηστεύομαι<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ξεπέφτω]], μειώνομαι ηθικά, εξαχρειώνομαι<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> έχω [[μεγάλη]] [[γωνία]] εκπτώσεως, [[χάνω]] τη [[ρότα]] μου<br /><b>8.</b> παρασύρομαι από τον άνεμο, [[πέφτω]] σε [[ξέρα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) [[ξεφεύγω]] από το κύριο [[θέμα]], [[αποτυχαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς κόλασιν [[ἐκπίπτω]]» — [[ξεπέφτω]] στην [[αμαρτία]] και τιμωρούμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπίπτω]] τοῡ ζῆν» — [[πεθαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στα χέρια κάποιου<br /><b>2.</b> (για αρραβώνα) [[χάνω]] τα δώρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. ή δοτ.) [[πέφτω]] έξω από [[κάτι]] («ἔκπεσε δίφρου», Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] έξω<br /><b>3.</b> (για δέντρα ή αστέρια) [[πέφτω]] [[κάτω]], ξεριζώνομαι (συν. ως παθ. του [[εκβάλλω]])<br /><b>4.</b> (για ναυτικούς) ρίχνομαι στην [[ξηρά]]<br /><b>5.</b> (για [[πλοίο]]) [[ναυαγώ]]<br /><b>6.</b> (για ψάρια) [[βγαίνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>7.</b> εκδιώκομαι («οἱ πολέμῳ ἤ στάσει ἐκπίπτοντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) εξαρθρώνομαι<br /><b>9.</b> (για [[σάρκα]], δόντια, φτερά <b>κ.λπ.</b>) νεκρώνομαι και [[πέφτω]]<br /><b>10.</b> [[εξορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>11.</b> (για ακτίνες) εκπέμπομαι<br /><b>12.</b> (για ψήφο) [[διαφεύγω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>13.</b> [[καταλήγω]]<br /><b>14.</b> (για κύβους) ρίχνομαι<br /><b>15.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] («βοηθησάντων Θηβαίων οἱ μὲν ξυνελήφθησαν, οἱ δ' ἐξέπεσον Ἀθήναζε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>16.</b> (για [[φωνή]]) ακούγομαι<br /><b>17.</b> (για χρησμό) ανακοινώνομαι, κοινολογούμαι<br /><b>18.</b> [[παρεκκλίνω]], [[βγαίνω]] από τον δρόμο<br /><b>19.</b> [[παρεκβαίνω]]<br /><b>20.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ξεφεύγω]] από [[απροσεξία]]<br /><b>21.</b> [[μεταπίπτω]] («εἰς ἀλλότριον [[ἦθος]] ἐκπίπτειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>22.</b> παρασύρομαι<br /><b>23.</b> [[χάνω]] το [[κύρος]] μου<br /><b>24.</b> ερειπώνομαι, σωριάζομαι<br /><b>25.</b> (για ηθοποιό ή δραματικό [[έργο]] ή ρήτορα) αποδοκιμάζομαι με σφυρίγματα<br /><b>26.</b> (για νομίσματα) αποσύρομαι από την [[κυκλοφορία]]<br /><b>27.</b> καταργούμαι, παύομαι<br /><b>28.</b> [[υπερβάλλω]] («εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει», Επίκ.)<br /><b>29.</b> <b>(γεωμ.)</b> παράγομαι, γεννιέμαι. | |mltxt=(AM [[ἐκπίπτω]], Α και [[ἐκπίτνω]])<br />[[χάνω]] την [[αξία]] ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χάνω]] την αγοραστική μου [[αξία]], μειώνομαι, υποτιμώμαι («η [[αξία]] του νομίσματος εκπίπτει»)<br /><b>2.</b> [[παρακμάζω]]<br /><b>3.</b> [[μειώνω]] την [[τιμή]] εμπορεύματος<br /><b>4.</b> [[χάνω]] την [[περιουσία]] μου, [[ξεπέφτω]]<br /><b>5.</b> (για [[μόδα]]) [[παύω]] να χρησιμοποιούμαι, αχρηστεύομαι<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ξεπέφτω]], μειώνομαι ηθικά, εξαχρειώνομαι<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> έχω [[μεγάλη]] [[γωνία]] εκπτώσεως, [[χάνω]] τη [[ρότα]] μου<br /><b>8.</b> παρασύρομαι από τον άνεμο, [[πέφτω]] σε [[ξέρα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) [[ξεφεύγω]] από το κύριο [[θέμα]], [[αποτυχαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς κόλασιν [[ἐκπίπτω]]» — [[ξεπέφτω]] στην [[αμαρτία]] και τιμωρούμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπίπτω]] τοῡ ζῆν» — [[πεθαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στα χέρια κάποιου<br /><b>2.</b> (για αρραβώνα) [[χάνω]] τα δώρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. ή δοτ.) [[πέφτω]] έξω από [[κάτι]] («ἔκπεσε δίφρου», Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] έξω<br /><b>3.</b> (για δέντρα ή αστέρια) [[πέφτω]] [[κάτω]], ξεριζώνομαι (συν. ως παθ. του [[εκβάλλω]])<br /><b>4.</b> (για ναυτικούς) ρίχνομαι στην [[ξηρά]]<br /><b>5.</b> (για [[πλοίο]]) [[ναυαγώ]]<br /><b>6.</b> (για ψάρια) [[βγαίνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>7.</b> εκδιώκομαι («οἱ πολέμῳ ἤ στάσει ἐκπίπτοντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) εξαρθρώνομαι<br /><b>9.</b> (για [[σάρκα]], δόντια, φτερά <b>κ.λπ.</b>) νεκρώνομαι και [[πέφτω]]<br /><b>10.</b> [[εξορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>11.</b> (για ακτίνες) εκπέμπομαι<br /><b>12.</b> (για ψήφο) [[διαφεύγω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>13.</b> [[καταλήγω]]<br /><b>14.</b> (για κύβους) ρίχνομαι<br /><b>15.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] («βοηθησάντων Θηβαίων οἱ μὲν ξυνελήφθησαν, οἱ δ' ἐξέπεσον Ἀθήναζε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>16.</b> (για [[φωνή]]) ακούγομαι<br /><b>17.</b> (για χρησμό) ανακοινώνομαι, κοινολογούμαι<br /><b>18.</b> [[παρεκκλίνω]], [[βγαίνω]] από τον δρόμο<br /><b>19.</b> [[παρεκβαίνω]]<br /><b>20.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ξεφεύγω]] από [[απροσεξία]]<br /><b>21.</b> [[μεταπίπτω]] («εἰς ἀλλότριον [[ἦθος]] ἐκπίπτειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>22.</b> παρασύρομαι<br /><b>23.</b> [[χάνω]] το [[κύρος]] μου<br /><b>24.</b> ερειπώνομαι, σωριάζομαι<br /><b>25.</b> (για ηθοποιό ή δραματικό [[έργο]] ή ρήτορα) αποδοκιμάζομαι με σφυρίγματα<br /><b>26.</b> (για νομίσματα) αποσύρομαι από την [[κυκλοφορία]]<br /><b>27.</b> καταργούμαι, παύομαι<br /><b>28.</b> [[υπερβάλλω]] («εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει», Επίκ.)<br /><b>29.</b> <b>(γεωμ.)</b> παράγομαι, γεννιέμαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἐξέπεσον]], παρακ. -[[πέπτωκα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] [[εκτός]] του άρματος, [[πετιέμαι]] έξω, εκτινάσσομαι, εκτροχιάζομαι, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., [[τόξον]] δέ οἱ [[ἔκπεσε]] χειρός, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ναυτικούς, ξεβράζομαι στη [[στεριά]], Λατ. ejici, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα, [[ναυαγώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[εκπίπτω]], [[ξεπέφτω]], δηλ. στερούμαι [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[έκπτωτος]], Λατ. excideree, <i>τινός</i> ή <i>ἔκ τινος</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> εκδιώκομαι, εξορίζομαι, λέγεται για όσους έχουν εξοστρακισθεί, σε Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[κυκλοφορώ]], διαδίδομαι, [[βγαίνω]], στον ίδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[εξέρχομαι]], [[βγάζω]] ως [[αποτέλεσμα]], λέγεται για ψήφους, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> [[διαφεύγω]], αποδρώ, σε Θουκ.<br /><b class="num">8.</b> λέγεται για χρησμούς, εκδίδομαι, ανακοινώνομαι μέσα από το [[άδυτο]], γνωστοποιούμαι, παρέχομαι, σε Λουκ.<br /><b class="num">9.</b> [[ξεφεύγω]] από, εκτρέπομαι, [[παραστρατώ]], [[παρεκκλίνω]], σε Ξεν., Αισχίν.<br /><b class="num">10.</b> [[πέφτω]], [[φτάνω]] στο [[μηδέν]], [[ξεπέφτω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">11.</b> λέγεται για ηθοποιούς, [[αποχωρώ]], διώκομαι απ' τη [[σκηνή]] υπό τη [[συνοδεία]] αποδοκιμασιών, Λατ. explodi, σε Δημ. | |||
}} | }} |