Anonymous

ἐκσεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκσεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[εξορμώ]], [[εξέρχομαι]], [[τρέχω]] έξω («πυλέων [[ἐξέσσυτο]] [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ», Ιλ. Η)<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) ξεχύνομαι, χύνομαι [[προς]] τα έξω<br /><b>3.</b> (για ύπνο) [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]]<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[εξορμώ]], [[βγαίνω]] ορμητικά [[προς]] τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ' ὠίγνυντο πύλαι, ἐκ δ' ἔσσυτο [[λαός]], πεζοὶ θ' ἱππῆές τε», Ιλ. Θ).
|mltxt=[[ἐκσεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[εξορμώ]], [[εξέρχομαι]], [[τρέχω]] έξω («πυλέων [[ἐξέσσυτο]] [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ», Ιλ. Η)<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) ξεχύνομαι, χύνομαι [[προς]] τα έξω<br /><b>3.</b> (για ύπνο) [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]]<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[εξορμώ]], [[βγαίνω]] ορμητικά [[προς]] τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ' ὠίγνυντο πύλαι, ἐκ δ' ἔσσυτο [[λαός]], πεζοὶ θ' ἱππῆές τε», Ιλ. Θ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσεύομαι:''' παρακ. <i>ἐξέσσῠμαι</i>, γʹ πληθ. υπερσ. <i>ἐξέσσῠτο</i>, αόρ. αʹ ἐξεσύθην [ῠ]· [[εξορμώ]], [[προβάλλω]] [[ξαφνικά]] από ένα [[μέρος]], εκτινάσσομαι, με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., [[εξορμώ]], στον ίδ.
}}
}}