Anonymous

ἐναγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐναγωνίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε αγώνα, [[διαγωνίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]], [[πολεμώ]] σ' έναν [[τόπο]] («παρέσχετε αὐτὴν [τὴν γῆν] εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῑς Ἕλλησιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συζητώ]] εριστικά, [[διαφωνώ]], [[αντιλέγω]], [[διαπληκτίζομαι]] με λόγους.
|mltxt=(AM [[ἐναγωνίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε αγώνα, [[διαγωνίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]], [[πολεμώ]] σ' έναν [[τόπο]] («παρέσχετε αὐτὴν [τὴν γῆν] εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῑς Ἕλλησιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συζητώ]] εριστικά, [[διαφωνώ]], [[αντιλέγω]], [[διαπληκτίζομαι]] με λόγους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰγωνίζομαι:''' Ιων. μέλ. <i>-ιεῦμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[αντιμάχομαι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σ' έναν αγώνα ή [[αγωνίζομαι]] [[ανάμεσα]] σε κάποιους, με δοτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>γῆ εὐμενὴς ἐναγωνίζεσθαι</i>, πρόσφορη, κατάλληλη στο να διεξαχθεί [[εκεί]] [[σύγκρουση]], σε Θουκ.
}}
}}