Anonymous

ἐναγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰγωνίζομαι:''' Ιων. μέλ. <i>-ιεῦμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[αντιμάχομαι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σ' έναν αγώνα ή [[αγωνίζομαι]] [[ανάμεσα]] σε κάποιους, με δοτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>γῆ εὐμενὴς ἐναγωνίζεσθαι</i>, πρόσφορη, κατάλληλη στο να διεξαχθεί [[εκεί]] [[σύγκρουση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐνᾰγωνίζομαι:''' Ιων. μέλ. <i>-ιεῦμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[αντιμάχομαι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σ' έναν αγώνα ή [[αγωνίζομαι]] [[ανάμεσα]] σε κάποιους, με δοτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>γῆ εὐμενὴς ἐναγωνίζεσθαι</i>, πρόσφορη, κατάλληλη στο να διεξαχθεί [[εκεί]] [[σύγκρουση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναγωνίζομαι:''' (где-л. или с кем-л.) вести борьбу, бороться (τινι Her., Polyb.): γῆ [[εὐμενής]] τινι ἐ. Thuc. и καλὸν τὸ [[πεδίον]] τινὶ ἐ. Plut. территория, удобная кому-л. для сражения.
}}
}}