Anonymous

ἐμβρόντητος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμβρόντητος]], -ον)<br />[[κατάπληκτος]], σαστισμένος σαν να τον χτύπησε [[κεραυνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κεραυνόπληκτος]], χτυπημένος από κεραυνό<br /><b>2.</b> [[τρελός]]<br /><b>3.</b> (για [[ιδέα]]) [[παράλογος]]<br /><b>4.</b> [[βλάκας]], [[ανίκανος]] για οποιαδήποτε [[αντίδραση]] («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμβρόντητος]], -ον)<br />[[κατάπληκτος]], σαστισμένος σαν να τον χτύπησε [[κεραυνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κεραυνόπληκτος]], χτυπημένος από κεραυνό<br /><b>2.</b> [[τρελός]]<br /><b>3.</b> (για [[ιδέα]]) [[παράλογος]]<br /><b>4.</b> [[βλάκας]], [[ανίκανος]] για οποιαδήποτε [[αντίδραση]] («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβρόντητος:''' -ον, [[κεραυνόπληκτος]], ναρκωμένος, ζαλισμένος, [[έκθαμβος]], [[αναίσθητος]], [[κατάπληκτος]], [[ηλίθιος]], [[μωρός]], Λατ. [[attonitus]], σε Ξεν., Δημ.
}}
}}