Anonymous

ἐμβρόντητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβρόντητος:''' -ον, [[κεραυνόπληκτος]], ναρκωμένος, ζαλισμένος, [[έκθαμβος]], [[αναίσθητος]], [[κατάπληκτος]], [[ηλίθιος]], [[μωρός]], Λατ. [[attonitus]], σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''ἐμβρόντητος:''' -ον, [[κεραυνόπληκτος]], ναρκωμένος, ζαλισμένος, [[έκθαμβος]], [[αναίσθητος]], [[κατάπληκτος]], [[ηλίθιος]], [[μωρός]], Λατ. [[attonitus]], σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβρόντητος:''' <b class="num">1)</b> пораженный молнией ([[Ζεὺς]] ἐμβροντήτους ποιεῖ τοὺς ἐνοικοῦντας Xen. - v. l. βροντῇ κατέπληξε);<br /><b class="num">2)</b> обезумевший, одуревший Arph., Plat., Dem.
}}
}}