3,274,754
edits
(11) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐνδέω]])<br />[[δένω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[στερεά]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] [[μαζί]] μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]] με [[μάγια]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐνδέω]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[έλλειψη]] ή [[ανάγκη]], στερούμαι («τῶν δ' ἀληθινῶν πολύ ἐνδεῑν»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] («αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῑν» — [[αφού]] βρήκε [[πρόφαση]] ότι το [[βάρος]] ήταν ελλιπές)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐνδει</i><br />υπάρχει [[έλλειψη]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐνδέω]])<br />[[δένω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[στερεά]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] [[μαζί]] μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]] με [[μάγια]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐνδέω]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[έλλειψη]] ή [[ανάγκη]], στερούμαι («τῶν δ' ἀληθινῶν πολύ ἐνδεῑν»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] («αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῑν» — [[αφού]] βρήκε [[πρόφαση]] ότι το [[βάρος]] ήταν ελλιπές)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐνδει</i><br />υπάρχει [[έλλειψη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδέω:''' (Α), μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[δένω]] πάνω ή προς, [[προσδένω]], <i>τι ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., <i>ἐνεδήσατο δεσμῷ</i>, τους έδεσε γερά, σε Θεόκρ.· <i>ἐνδησάμενος</i>, έχοντάς το συσκευασμένο, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ἱρὰἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ</i>, σε Ηρόδ.· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ή <i>ἐν τῷ σώματι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[Ζεύς]] με ἄτῃ ἐνέδησε, με συνέδεσε, με ενέπλεξε σε αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις</i> κ.λπ., σε Ηρόδ.· ἐνδεδέσθαι τὴν [[ἀρχήν]], έχοντας εξασφαλισμένη τη [[διακυβέρνηση]], στον ίδ. — Μέσ., δεσμεύομαι, σε Ευρ.<br /><b class="num">• [[ἐνδέω]]:</b> (Β), μέλ. -[[δεήσω]],<br /><b class="num">1.</b> έχω [[έλλειψη]] ενός πράγματος, στερούμαι, [[χρειάζομαι]] [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ., Πλάτ.· με απαρ., <i>τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖν;</i> τί μας λείπει για να προχωρήσουμε; σε Ευρ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ξεν.· και σε Παθ., <i>στρωμάτων ἐνδεηθέντες</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], σε Ηρόδ.· απρόσ., [[ἐνδεῖ]], υπάρχει [[ανάγκη]], [[χρεία]] ή [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], με γεν. πράγμ., σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |