Anonymous

ἐνδέω: Difference between revisions

From LSJ
2,643 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδέω:''' (Α), μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[δένω]] πάνω ή προς, [[προσδένω]], <i>τι ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., <i>ἐνεδήσατο δεσμῷ</i>, τους έδεσε γερά, σε Θεόκρ.· <i>ἐνδησάμενος</i>, έχοντάς το συσκευασμένο, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ἱρὰἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ</i>, σε Ηρόδ.· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ή <i>ἐν τῷ σώματι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[Ζεύς]] με ἄτῃ ἐνέδησε, με συνέδεσε, με ενέπλεξε σε αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις</i> κ.λπ., σε Ηρόδ.· ἐνδεδέσθαι τὴν [[ἀρχήν]], έχοντας εξασφαλισμένη τη [[διακυβέρνηση]], στον ίδ. — Μέσ., δεσμεύομαι, σε Ευρ.<br /><b class="num">• [[ἐνδέω]]:</b> (Β), μέλ. -[[δεήσω]],<br /><b class="num">1.</b> έχω [[έλλειψη]] ενός πράγματος, στερούμαι, [[χρειάζομαι]] [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ., Πλάτ.· με απαρ., <i>τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖν;</i> τί μας λείπει για να προχωρήσουμε; σε Ευρ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ξεν.· και σε Παθ., <i>στρωμάτων ἐνδεηθέντες</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], σε Ηρόδ.· απρόσ., [[ἐνδεῖ]], υπάρχει [[ανάγκη]], [[χρεία]] ή [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], με γεν. πράγμ., σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''ἐνδέω:''' (Α), μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[δένω]] πάνω ή προς, [[προσδένω]], <i>τι ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., <i>ἐνεδήσατο δεσμῷ</i>, τους έδεσε γερά, σε Θεόκρ.· <i>ἐνδησάμενος</i>, έχοντάς το συσκευασμένο, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ἱρὰἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ</i>, σε Ηρόδ.· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ή <i>ἐν τῷ σώματι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[Ζεύς]] με ἄτῃ ἐνέδησε, με συνέδεσε, με ενέπλεξε σε αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις</i> κ.λπ., σε Ηρόδ.· ἐνδεδέσθαι τὴν [[ἀρχήν]], έχοντας εξασφαλισμένη τη [[διακυβέρνηση]], στον ίδ. — Μέσ., δεσμεύομαι, σε Ευρ.<br /><b class="num">• [[ἐνδέω]]:</b> (Β), μέλ. -[[δεήσω]],<br /><b class="num">1.</b> έχω [[έλλειψη]] ενός πράγματος, στερούμαι, [[χρειάζομαι]] [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ., Πλάτ.· με απαρ., <i>τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖν;</i> τί μας λείπει για να προχωρήσουμε; σε Ευρ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ξεν.· και σε Παθ., <i>στρωμάτων ἐνδεηθέντες</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], σε Ηρόδ.· απρόσ., [[ἐνδεῖ]], υπάρχει [[ανάγκη]], [[χρεία]] ή [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], με γεν. πράγμ., σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδέω:''' <b class="num">I</b> (fut. ἐνδήσω)<br /><b class="num">1)</b> привязывать, прикреплять, (неподвижно) укреплять (κάλους ἐν τῇ σχεδίῃ Hom.; τὰς τῆς ψυχῆς περιόδους εἰς τὸ [[σῶμα]] Plat.; med.: [[κέραμον]] Arph.; πλίνθους εἰς [[ἄσφαλτον]] Diod.): ἐ. τι εἰς τὸν νόμον Plat. сделать что-л. составной частью законодательства; ἄστρα ἐνδεδεμένα или ἀστέρες ἐνδεδεμένοι Arst. и τὰ κατὰ τὸν οὐρανὸν ἐνδεδεμένα σώματα Plut. неподвижные звезды;<br /><b class="num">2)</b> связывать (τινα Arph., med. τινα δεσμῷ Theocr.; перен. ὁρκίοις Her., med. ὅρκοις τινά Eur.): ἀναγκαίῃ ἐ. τινὰ ποιεῖν τι Her. заставлять кого-л. сделать что-л.; εἰς τὴν πίστιν ἐνδεδεμένος Polyb. связанный клятвой верности; ἐνδεδεμένος τῇ χάριτ᾽ Polyb. обязанный благодарностью, признательный; εἰς πολλὰ τῶν συναλλαγμάτων ἐνδεδεμένος Polyb. связанный многими обязательствами: ἐνδεδέσθαι μανίαις Anth. быть одержимым безумием;<br /><b class="num">3)</b> запирать (τινα μοχλοῖσιν Arph.);<br /><b class="num">4)</b> впутывать, ввергать (τινα ἄτῃ Hom., Soph.).<br /><b class="num">II</b> (fut. ἐνδεήσω)<br /><b class="num">1)</b> не иметь, ощущать недостаток, быть лишенным (τινος Eur., Plat., med. Xen., Plat., Plut.): τίνος ἐνδέομαι μὴ οὐ χωρεῖν ὀλέθρου διὰ παντός; Eur. чего (еще) нехватает мне до окончательной гибели?;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. impers. недоставать, нехватать (τινος Plat. и τινι Luc.; ποιέειν [[οὕτω]], [[ὅκως]] ἐνδεήσει [[μηδέν]] Her.): πολλῶν ἐνέδει [[αὐτῷ]] [[ὥστε]] [[σῖτον]] ἑκάστῳ [[γενέσθαι]] Xen. хлеба у него хватало далеко не для каждого;<br /><b class="num">3)</b> med. нуждаться, бедствовать ([[μετὰ]] τέκνων καὶ γυναικός Plut.).
}}
}}