Anonymous

ἐναρίθμιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναρίθμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο συγκαταριθμούμένος με άλλους («ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον [[εἶναι]]», Οδ.)<br /><b>2.</b> ο [[υπολογίσιμος]], αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐναρίθμια<br />φίλα, συνήθη».
|mltxt=[[ἐναρίθμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο συγκαταριθμούμένος με άλλους («ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον [[εἶναι]]», Οδ.)<br /><b>2.</b> ο [[υπολογίσιμος]], αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐναρίθμια<br />φίλα, συνήθη».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰρίθμιος:''' -ον ([[ἀριθμός]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται [[εντός]] αριθμού, που συμπληρώνει τον αριθμό, σε Ομήρ. Οδ.· αριθμούμενος [[μεταξύ]] ή [[ανάμεσα]], δηλ. συναριθμούμενος, με δοτ., σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που λογαριάζεται, που απαριθμείται, συνυπολογιζόμενος, Λατ. in [[numero]] [[habitus]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}