Anonymous

ἐναρίθμιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰρίθμιος:''' -ον ([[ἀριθμός]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται [[εντός]] αριθμού, που συμπληρώνει τον αριθμό, σε Ομήρ. Οδ.· αριθμούμενος [[μεταξύ]] ή [[ανάμεσα]], δηλ. συναριθμούμενος, με δοτ., σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που λογαριάζεται, που απαριθμείται, συνυπολογιζόμενος, Λατ. in [[numero]] [[habitus]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐνᾰρίθμιος:''' -ον ([[ἀριθμός]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται [[εντός]] αριθμού, που συμπληρώνει τον αριθμό, σε Ομήρ. Οδ.· αριθμούμενος [[μεταξύ]] ή [[ανάμεσα]], δηλ. συναριθμούμενος, με δοτ., σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που λογαριάζεται, που απαριθμείται, συνυπολογιζόμενος, Λατ. in [[numero]] [[habitus]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰρίθμιος:''' <b class="num">1)</b> относящийся к числу (кого или чего-л.): ζῳοῖς ἐ. Theocr. находящийся в числе живых;<br /><b class="num">2)</b> восполняющий недостающее число, замещающий: [[ἄλλην]] (πέλειαν) ἐνίησι ἐναρίθμιον εἶναι Hom. каждого (убитого) голубя (Зевс) заменяет другим;<br /><b class="num">3)</b> имеющий значение, играющий заметную роль (οὔτ᾽ ἐν πολέμῳ οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ Hom.).
}}
}}