3,273,797
edits
(12) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει [[δόξα]], φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που περιβάλλεται από [[δόξα]], [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]] («ἡ [[ἔνδοξος]] εἰς Ἅιδου [[κάθοδος]] τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής... ταφάς τῶν ἀποθανόντων ἐνδόξους ἐποίησε»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(υπερθ. ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) «εντιμότατε και ενδοξότατε»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ένδοξη</i><br />αναρριχώμενο [[φυτό]] της οικογένειας τών λειριιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίσημος]], διακεκριμένος («ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες»)<br /><b>2.</b> όποιος τυγχάνει γενικής αποδοχής, ο γενικά [[παραδεκτός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνδοξα</i><br />όσα θεωρούνται αληθινά [[επειδή]] [[είναι]] γενικώς παραδεκτά. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει [[δόξα]], φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που περιβάλλεται από [[δόξα]], [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]] («ἡ [[ἔνδοξος]] εἰς Ἅιδου [[κάθοδος]] τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής... ταφάς τῶν ἀποθανόντων ἐνδόξους ἐποίησε»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(υπερθ. ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) «εντιμότατε και ενδοξότατε»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ένδοξη</i><br />αναρριχώμενο [[φυτό]] της οικογένειας τών λειριιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίσημος]], διακεκριμένος («ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες»)<br /><b>2.</b> όποιος τυγχάνει γενικής αποδοχής, ο γενικά [[παραδεκτός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνδοξα</i><br />όσα θεωρούνται αληθινά [[επειδή]] [[είναι]] γενικώς παραδεκτά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔνδοξος:''' -ον ([[δόξα]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δοξάζεται ή τιμάται, δοξασμένος, [[ένδοξος]], αυτός που έχει υψηλή [[φήμη]], φημισμένος, [[ξακουστός]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[εξαιρετικός]], [[περίφημος]], σε Αισχίν.· επίρρ. <i>-ξως</i>, από όπου υπερθ., <i>ἐνδοξότατα</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |