Anonymous

ἔνδοξος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδοξος:''' -ον ([[δόξα]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δοξάζεται ή τιμάται, δοξασμένος, [[ένδοξος]], αυτός που έχει υψηλή [[φήμη]], φημισμένος, [[ξακουστός]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[εξαιρετικός]], [[περίφημος]], σε Αισχίν.· επίρρ. <i>-ξως</i>, από όπου υπερθ., <i>ἐνδοξότατα</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἔνδοξος:''' -ον ([[δόξα]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δοξάζεται ή τιμάται, δοξασμένος, [[ένδοξος]], αυτός που έχει υψηλή [[φήμη]], φημισμένος, [[ξακουστός]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[εξαιρετικός]], [[περίφημος]], σε Αισχίν.· επίρρ. <i>-ξως</i>, από όπου υπερθ., <i>ἐνδοξότατα</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνδοξος:''' <b class="num">1)</b> славный, знаменитый, известный (ποιηταί Xen.; [[ἄνδρες]] Arst.; πράγματα Aeschin.; [[πόλις]] Plut.): ἔ. εἴς τι Xen. и ἐπί τινι Luc. знаменитый чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> знатный (νέοι πλούσιοι καὶ ἔνδοξοι Plat.; εὐγενεῖς καὶ ἔνδοξοι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> общеизвестный, общепринятый, укоренившийся в общем мнении (ἐκ τῶν ἐνδόξων ποιεῖσθαι τὴν σκέψιν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> вероятный, правдоподобный Arst.
}}
}}