Anonymous

ἐλάϊνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐλάϊνος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[ελιά]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ελαΐνη</i><br />ο [[ελαϊκός]] εστέρας της γλυκερίνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελαΐνεος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο [[δέντρο]] [[ελιά]]<br /><b>3.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] ή κλαδιά [[ελιάς]], ελίσιος<br /><b>4.</b> αυτός που προέρχεται από [[λάδι]] [[ελιάς]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐλάϊνος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[ελιά]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ελαΐνη</i><br />ο [[ελαϊκός]] εστέρας της γλυκερίνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελαΐνεος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο [[δέντρο]] [[ελιά]]<br /><b>3.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] ή κλαδιά [[ελιάς]], ελίσιος<br /><b>4.</b> αυτός που προέρχεται από [[λάδι]] [[ελιάς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλάϊνος:''' -η, -ον ([[ἐλαία]]), κατασκευασμένος από [[ξύλο]] [[ελιάς]], σε Όμηρ.
}}
}}