ἐλάϊνος

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾱϊνος Medium diacritics: ἐλάϊνος Low diacritics: ελάϊνος Capitals: ΕΛΑΪΝΟΣ
Transliteration A: eláïnos Transliteration B: elainos Transliteration C: elainos Beta Code: e)la/i+nos

English (LSJ)

η, ον,
A of olive-wood, ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ Il.13.612; στειλειόν Od.5.236, cf. Thphr. HP 5.3.7, PLond.3.1177 (ii A.D.), etc.
b of olive-branches, στέφανος D.Chr.31.110.
c of the olive-tree, φυλλάς Str.16.4.13.
2 of olive-oil, Orph.L.717.
3 of olives, ἔλαιον LXX Le.24.2, J.AJ3.8.3. (Also spelt ἐλαίινος IG2.678B.)

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον PMag.3.291]
I 1de madera de olivo πέλεκκον Il.13.612, στειλειόν ἐ. mango de madera de olivo, Od.5.236, φυλλάς Str.16.4.13, σφηνώσει σφησὶν ἐλαΐνοις IG 22.463.44 (IV a.C.), ξύλα ἐλάϊνα IEleusis 177.9, 190 (IV a.C.), SB 16652.215 (II d.C.), Thphr.CP 5.4.3, IG 11(2).163A.57 (Delos III a.C.), Gp.9.25.3, τράπεζα PMag.l.c., ναός PMag.7.870
neutr. plu. subst. τὰ ἐλάϊνα madera de olivo Thphr.HP 5.9.8.
2 de olivo ῥίζαι con las que se hacían estatuas pequeñitas, Thphr.HP 5.3.7, φυτά PRyl.138.11 (I d.C.), δένδρεα IMylasa 207.11 (II/I a.C.), στέφανος D.Chr.31.110, Artem.4.28
neutr. sg. subst. ramo de olivo στεφανοῦ δὲ τὸ ναϊσκάριον ἐλαΐνῳ corona la capilla con una rama de olivo, PMag.4.3154, cf. 5.218.
II 1de aceite de oliva δῶρον ἐ. Ἀτρυτώνης Orph.L.717.
2 de oliva ἔλαιον ἐ. καθαρὸν κεκομμένον εἰς φῶς aceite puro de oliva prensada para iluminación LXX Le.24.2, cf. I.AI 3.197, IEOG 329 (Bactria II a.C.), ἔλαιον ἐ. νέον καθαρὸν ἄδολον BGU 2483.6 (III d.C.)
neutr. subst. plu. o sg. aceite de oliva ἐλαινῶν σταμνία PSI 535.22, ἐλαινῶν ἡμικάδιον PSI 428.59 (ambos III a.C.), ἐλαίνου μὲν μετρητὰς δύο PFay.96.16 (II d.C.), στέμφυλα τῶν ἐλαΐνων Gp.12.30.8.

German (Pape)

[Seite 788] von Olivenholz gemacht, Il. 13, 612 u. öfter; Sp., auch in Prosa.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d'olivier, en bois d'olivier.
Étymologie: ἐλαία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάϊνος: -η, -ον, ἐκ ξύλου ἐλαίας κατεσκευασμένος, ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ Ἰλ. Ν. 612, στειλειὸν... ἐλάϊνον Ὀδ. Ε. 236.

English (Autenrieth)

of olive-wood.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐλάϊνος, -η, -ον)
1. αυτός που προέρχεται από ελιά
2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη
ο ελαϊκός εστέρας της γλυκερίνης
αρχ.
1. ελαΐνεος
2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά
3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος
4. αυτός που προέρχεται από λάδι ελιάς.

Greek Monotonic

ἐλάϊνος: -η, -ον (ἐλαία), κατασκευασμένος από ξύλο ελιάς, σε Όμηρ.

Léxico de magia

-ον 1 de olivo ref. a la madera αὔτοπτον θὲς τρίποδα καὶ τράπεζαν ἐλάϊνον en una práctica de visión directa coloca un trípode y una mesa de madera de olivo P III 291 ποίησον ναὸν ἐλάινον, καὶ πρὸς τὸν ἥλιον μὴ θεωρησάτω τὸ σύνολον haz una capilla con madera de olivo y que todo ello no mire al sol P VII 870 λαβὼν ξύλον ἐλάϊνον ποίησον κυνοκε<φά>λιον καθήμενον toma madera de olivo y haz un pequeño papión sentado P VIII 53 2 subst. gener. plu. ramas de olivo para quemar ποίησον ἐπὶ δύο πλίνθων ἐπὶ κροτάφων ἑστηκυϊῶν ἐκ ξύλων ἐλαΐνων, τουτέστιν κληματίδος, πυράν sobre dos ladrillos puestos de lado, haz una hoguera con madera de olivo, esto es, con una ramita P IV 31 para coronar ἐστέφθω δὲ ἡ κεφαλὴ τοῦ πράττοντος ἐλαΐνοις que la cabeza del que realiza la práctica esté coronada con ramas de olivo P IV 3199 P XIII 96 P XIII 651 στεφανοῦ δὲ τὸ ναϊσκάριον ἐλαΐνῳ corona la capilla con ramas de olivo P IV 3154 ὑπόθες ὑπὸ τὴν τράπεζαν σινδόνα καθαρὰν καὶ ἐλάϊνα ὑποστρώσας coloca extendiéndolo debajo de la mesa un lienzo puro y ramas de olivo P V 218