Anonymous

ἐλασίβροντος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλασίβροντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξακοντίζει βροντές<br /><b>2.</b> αυτός που εκσφενδονίζεται σαν [[βροντή]], μπουμπουνιστός, [[βροντερός]].
|mltxt=[[ἐλασίβροντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξακοντίζει βροντές<br /><b>2.</b> αυτός που εκσφενδονίζεται σαν [[βροντή]], μπουμπουνιστός, [[βροντερός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλᾰσίβροντος:''' -ον, ([[ἐλαύνω]], [[βροντή]]), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν [[βροντή]], σε Αριστοφ.
}}
}}